Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Red NoteBook - Η Αριστερά και η συζήτηση για την κρίση

Red NoteBook - Η Αριστερά και η συζήτηση για την κρίση
Γιατί θα πρέπει να παραθέτουμε μισές αλήθειες ή και ολόκληρα ψέματα;

Του Χρήστου Λάσκου

Η αφορμή για όσα γράφονται παρακάτω δόθηκε από κάτι που έλαβε χώρα σε δημόσιο χώρο κατά τη διάρκεια της πρώτης εκδήλωσης για το χρέος. Εκεί, λοιπόν, ένας από τους εισηγητές ισχυρίστηκε πως μετά από τη στάση πληρωμών στην Ελλάδα του 1932 οι μισθοί όχι μόνο δεν μειώθηκαν, αλλά αυξήθηκαν κιόλας! Με δυο λόγια, υποστήριξε πως η ζοφερή ζωή των απλών ανθρώπων στη διάρκεια της κρίσης του ’30, απλώς δεν υπήρξε. Όλοι όσοι ασχολούνται με την περίοδο, βέβαια, ξέρουν την αλήθεια που βρίσκεται στους αντίποδες ακριβώς. Δεν χρειάζεται, όμως, να προστρέξουμε στους ιστορικούς της οικονομίας. Αρκεί να διαβάσουμε τα κείμενα που περιέχουν τα αιτήματα των εργατικών αγώνων εκείνης της περιόδου.

Τι είναι αυτό, λοιπόν, που κάνει κάποιον που παρεμβαίνει σε μια τέτοια περίσταση, συμβάλλοντας υποτίθεται στο «διαφωτισμό» των ανθρώπων που συμμετέχουν, να τερατολογεί ψευδόμενος ασύστολα; Μια εξήγηση θα μπορούσε να είναι πως πρόκειται περί ασχέτου που είδε φως, μπήκε και κάποιοι του έστρωσαν χαλί. Δεν είναι καθόλου απίθανο. Το αντίθετο, μάλιστα. Είναι το πιο πιθανό σε κάποιες περιπτώσεις.
Εμένα, ωστόσο, με απασχολούν εκείνες οι άλλες περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στη συγκεκριμένη κατηγορία. Οι περιπτώσεις, δηλαδή, όπου σοβαροί άνθρωποι συνειδητά ανακριβολογούν θεωρώντας πως αυτό ενισχύει την επιχειρηματολογία τους. Κι επειδή το τελευταίο -η επιβολή, δηλαδή, της σωστής ανάλυσης και γραμμής- είναι ωφέλιμο για το λαό και τον τόπο, όλα καλά καμωμένα.

Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Είναι κοινός τόπος σε αριστερούς κύκλους πως η συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη υπήρξε καθοριστική σε ό,τι αφορά την κακή εξέλιξη του δημόσιου χρέους. Λέγεται, δηλαδή, πως η συμμετοχή στο ευρώ εκτίναξε το δημόσιο χρέος σε δυσθεώρητα ύψη διαμορφώνοντας τους εφιαλτικούς όρους υπό τους οποίους βιώνεται η καπιταλιστική κρίση στα μέρη μας. Οι αριθμοί, ωστόσο, δεν συμφωνούν. Το ελληνικό δημόσιο χρέος εκτινάχθηκε στο επίπεδο που ήταν το 2008 (~100% του ΑΕΠ) ήδη από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90. Έκτοτε, απλώς συντηρήθηκε εκεί και δεν αποκλιμακώθηκε, παρόλη την ισχυρή μεγέθυνση του ελληνικού καπιταλισμού, γιατί αποφασίστηκε πως οι πλούσιοι δεν έπρεπε να πληρώνουν καθόλου φόρους.

Είναι αυταπόδεικτη «αλήθεια» σε αριστερούς κύκλους πως η συμμετοχή στην ευρωζώνη παρόξυνε σε ακραίο βαθμό τα προβλήματα του εξωτερικού ισοζυγίου. Υποστηρίζεται, δηλαδή, πως το ισχυρό ευρώ διεύρυνε σε υπερβολικό βαθμό την ψαλίδα μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών, πράγμα που είχε ως παράπλευρη επίπτωση τη μεγάλη ανάγκη δανεισμού. Η αλήθεια είναι και πάλι διαφορετική. Ειδικά για το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου τα στοιχεία δείχνουν πως διαμορφώθηκε από ~14% το 2000 σε ~10% το 2008. (βλ. για περισσότερα: Καλλωνιάτης, «Αυγή», 15 Μαϊου 2011). Δεδομένου, ωστόσο, πως δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η εξέλιξη της ονομαστικής ισοτιμίας του ευρώ επιβάρυνε την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας πρέπει να προσθέσουμε το ταξικά ουσιώδες: ο λόγος που επιδεινώθηκε η ανταγωνιστικότητα είναι πως τα προκλητικά περιθώρια κέρδους για το ελληνικό κεφάλαιο διαφυλάχθηκαν ως κόρη οφθαλμού στο ψηλότερο επίπεδο μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης (βλ. Ιωακείμογλου, ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, Φεβρουάριος 2011). Είναι ενδεικτικό πως ο μεγαλύτερος πληθωρισμός στην Ελλάδα σε σχέση με την ΕΕ, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οφείλεται κατά τα 2/3 στα περιθώρια κέρδους.

Θεωρείται, ακόμη, πως η συμμετοχή στην ευρωζώνη υπήρξε καταστροφική για την εγχώρια βιομηχανία. Μόνο που, μεταξύ 2000 και 2008, η συμμετοχή της βιομηχανίας στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της ελληνικής οικονομίας ήταν και παρέμεινε στο επίπεδο του 14%. Αντίθετα, η ραγδαία αποβιομηχάνιση της ελληνικής οικονομίας -τάση που μοιράζεται, βέβαια, με το σύνολο, σχεδόν, των υπόλοιπων ανεπτυγμένων οικονομιών- πραγματοποιήθηκε στα 15 χρόνια που προηγήθηκαν του ευρώ, όταν η βιομηχανική συμμετοχή υποχώρησε κατά ~8%, παρόλες τις αρκετές, προτεινόμενες ως σωτήριες σήμερα από αριστερούς κύκλους, υποτιμήσεις του νομίσματος, της ευρέως νοσταλγούμενης εσχάτως δραχμής.

Υποστηρίζεται συχνά, από κάποιους αριστερούς κύκλους, πως η μεγέθυνση του ελληνικού καπιταλισμού δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση, που στηρίχθηκε στο δανεισμό και την υπερκατανάλωση (μια εκδοχή του κοινού, ακόμη κι από τον ΣΕΒ, «αυτονόητου» πως «καταναλώναμε περισσότερα από όσα παράγαμε»). Η αλήθεια είναι πως ο ελληνικός καπιταλισμός μεγεθύνθηκε εντυπωσιακά. Στα χρόνια 1995-2008 η συνολική μεγέθυνση ήταν περίπου 60%, ενώ η αντίστοιχη της Γερμανίας μόλις 20%. Και, επιπλέον, μόλο που είναι αλήθεια πως η ιδιωτική ζήτηση αποτέλεσε τον κινητήρα της ελληνικής μεγέθυνσης και απέδωσε σωρευτικά 20% περισσότερο από το μέσο όρο των 35 πλουσιότερων χωρών στον κόσμο αποκρύπτεται ένα καθοριστικό μυστικό. Όπως σημειώνει η Μαρία Καραμεσίνη (Εποχή, 20 Φεβρουαρίου 2011), η εμπορευματική σύνθεση των εισαγωγών 1999-2008 δείχνει ότι 60% είχαν ως τελικό χρήστη τις επιχειρήσεις και μόνο 40% τα νοικοκυριά. Αυτό σημαίνει ότι η πραγματική σύγκλιση στηρίχθηκε στον υψηλό βαθμό συσσώρευσης κεφαλαίου και την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Είναι πολύ χαρακτηριστικό πως η συνολική επένδυση στην Ελλάδα, στην συγκεκριμένη περίοδο αυξήθηκε 103% έναντι του πενιχρού 19% της Γερμανίας.

Άκουσα με τα αυτιά μου να λέγεται από ηγετικό στέλεχος της Αριστεράς και εξειδικευμένο οικονομολόγο πως οι συναλλαγματικές υποτιμήσεις της δραχμής δεν είχαν κανενός είδους αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική εργατική τάξη. Ενώ είναι αποδεδειγμένο πως ένας από τους πιο καλούς και συγκεκαλυμμένους τρόπους που είχε παραδοσιακά το κεφάλαιο για να επιβάλλει την «γραμμή» του ήταν οι υποτιμήσεις.

Ας σταματήσω, όμως, εδώ. Γιατί, διαφορετικά, ο κατάλογος θα μπορούσε να συνεχιστεί για πάρα πολύ ακόμη. Κι ας επανέλθω στο αρχικό μου ερώτημα: γιατί θα πρέπει να παραθέτουμε μισές αλήθειες ή και ολόκληρα ψέματα; Δεν είναι αρκετό όπλο για την Αριστερά η αλήθεια των αριθμών και των γεγονότων;

Για να το πω πιο συγκεκριμένα: δεν φτάνει το επιχείρημα πως το ευρώ είναι ένα πολύ ταξικό νόμισμα, που διαμορφώθηκε -μαζί με το σύνολο της περιβάλλουσας αρχιτεκτονικής- για να επιβάλει την όσο το δυνατό απρόσκοπτη κυριαρχία του ευρωπαϊκού κεφαλαίου επί της εργασίας; Δεν είναι αυτό ένα πολύ ισχυρότερο, από την αριστερή σκοπιά, επιχείρημα στο μέτρο ακριβώς που προτάσσει τον ταξικό χαρακτήρα του; Νομίζω, ναι. Θυμίζω, εδώ, πως όσοι ήμασταν, εκεί στο τέλος της δεκαετίας του ’90, εναντίον της εισόδου στην ευρωζώνη με τους όρους που αυτή κατασκευαζόταν επιχειρηματολογούσαμε και στη βάση των προβλεπόμενων μακροοικονομικών ανισορροπιών. Το κύριο, ωστόσο, επιχείρημά μας ήταν πως η πολυεθνική άρχουσα τάξη της Ευρώπης αποκτάει άλλο ένα πανίσχυρο εργαλείο επιβολής απέναντι στην ευρωπαϊκή εργατική τάξη. Θυμίζω, επίσης, πως αρκετοί από τους σημερινούς διαπρύσιους υποστηρικτές της δραχμής, στο χώρο του ΣΥΝ τουλάχιστον, τότε ποιούσαν τη νήσσα επιλέγοντας σε κρίσιμες κομματικές ψηφοφορίες το «παρών».

Γιατί, λοιπόν, επιλέγεται η τόση ανακριβολογία σχετικά και με το ζήτημα αυτό; Νομίζω πως μόνο μία εξήγηση μπορεί να δοθεί. Το επιχείρημα και τα συμπαρομαρτούντα του -μαζί και η τεκμηρίωση- φτιάχτηκε έτσι ώστε να βοηθάει το συμπέρασμα, που, όμως, ήταν γνωστό πριν από την πορεία της συναγωγής του. Οι προκείμενες, δηλαδή, διαμορφώθηκαν, αφού το συμπέρασμα ήταν ήδη γνωστό. Και το «συμπέρασμα» ήταν πως η ψωροκώσταινα περνάει των παθών της τον τάραχο λόγω της αδυναμίας της άρχουσας τάξης της, λόγω της υποτελούς της θέσης ως «περιφέρειας» του ευρωσυστήματος πράγμα που είναι ισοδύναμο με μια πρόταση πολιτικής «εξόδου».

Μπορεί να βγούμε από το ευρώ μπορεί και όχι. Μπορεί να καταρρεύσει συνολικά η ευρωζώνη ή μπορεί μια κυβέρνηση –δεξιά ή αριστερή, αδιακρίτως- να αποχωρήσει από αυτήν. Ίσως κι εμείς, αν γίνουμε κυβέρνηση. Μπορεί να δημιουργηθεί ντόμινο, μπορεί και όχι. Όλα αυτά ελάχιστα εξαρτώνται από εμάς. Το σημαντικό είναι η ριζοσπαστική Αριστερά να έχει τη στάση εκείνη και την παρέμβαση που θα επιτρέπει τελικά τη φιλεργατική διέξοδο από την καπιταλιστική κρίση. Και, νομίζω, πως οποιαδήποτε εθνικοπεριοριστική επιλογή δουλεύει σαφώς στην αντίθετη κατεύθυνση. Σήμερα, μάλιστα, στρώνει το δρόμο στη νοηματοδότησή της με σαφώς δεξιούς όρους. Να την αποφύγουμε πάση θυσία! Και το σύνθημα -για όσους αποδίδουν στα συνθήματα μεγάλη σημασία- είναι ήδη εδώ: Να πληρώσουν οι πλούσιοι, Γερμανοί και Έλληνες, Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι. Μόνο αν έτσι πορευθούν οι εργαζόμενοι της Ευρώπης υπάρχει πιθανότητα να κερδίσουν. Αλλιώς, μπορεί και να αποκατασταθούν κάποτε κάποιες από τις «μακροοικονομικές ανισορροπίες» της γαλάζιας πατρίδας μας -και των άλλων πατρίδων των άλλων εργατών. Και λοιπόν;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου